- εμπαιστός
- -ή, -ό και έμπαιστος, -η, -ο (Μ ἐμπαιστός, -ον)(για μετάλλινα διακοσμητικά στοιχεία σε μετάλλινα αγγεία ή ποτήρια) προσαρμοσμένος με σφυρηλάτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπαιστόν — ἐμπαιστός embossed masc/fem acc sg ἐμπαιστός embossed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)